ταλαντευτικός

ταλαντευτικός
η , ό[ν] колеблющий, качающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ταλαντευτικός" в других словарях:

  • ταλαντευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταλάντευση 2. αυτός που προκαλεί ταλάντευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»